- επινομοθετώ
- ἐπινομοθετῶ, -έω (Α) [νομοθετώ]εισάγω πρόσθετους νόμους («ἐπινομοθετούντων καὶ τῶν ἄλλων ὁπόσα ἂν ὁ νόμος ἐκλείπῃ δι’ ἀπορίαν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπινομοθετώ — έω, Α [ἐπινομοθετῶ] νομοθετώ επί πλέον, καθιερώνω περαιτέρω με νόμο … Dictionary of Greek